- χέοντες
- χάωpres part act masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic)χέωdiffuse completelypres part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαίρω — και (ε)παίρνω (AM ἐπαίρω, Μ και (ἐ)παίρνω) [αίρω] μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι («ἐπαιρόμενος ή πλούτῳ ἤ ἰσχύι», Πλάτ.) νεοελλ. ναυτ. η προστ. έπαρον ως παρακελευσματικό μόριο για ύψωση τών μεγάλων ιστίων μσν. νεοελλ. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.)… … Dictionary of Greek
λιγδαρεοχύται — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «οἱ ἐν ταῑς λίγδαις τὰς (σ)άρκας χέοντες, τουτέστι χοάναις» … Dictionary of Greek
διαχέοντες — διαχέω pour different ways pres part act masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) διαχέω pour different ways pres part act masc nom/voc pl διᾱχέοντες , διηχέω ring with pres part act masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχέοντες — καταχέω pour down upon pres part act masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) καταχέω pour down upon pres part act masc nom/voc pl κατᾱχέοντες , κατηχέω sound over pres part act masc nom/voc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)